Χύμα ελαιόλαδο: ο μύθος του αγνού!
Κείμενο: Δρ Βασίλης Δημόπουλος και Άννα Μηλιώνη
από το Εργαστήριο Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας
Φωτογραφία: Shutterstock
Τα στοιχεία της κλαδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας για το ελαιόλαδο δείχνουν ότι από τη συνολική ετήσια παραγωγή ελαιολάδου εμείς οι ίδιοι καταναλώνουμε το 75% και εξάγουμε το υπόλοιπο 25%. Από αυτό το 75%, τα 2/3 αγοράζουμε σε χύμα μορφή και μόνο το υπόλοιπο 1/3 τυποποιημένο. Με άλλα λόγια, παρά την αίσθηση ότι όλο και περισσότερο το ελληνικό ελαιόλαδο έχει μπει σε κατεύθυνση τυποποιημένου προϊόντος, οι αριθμοί μάς λένε το αντίθετο: οι περισσότεροι από εμάς εξακολουθούμε να αγοράζουμε ελαιόλαδο σε τενεκέδες. Όπως σε όλες τις ελαιοπαραγωγούς χώρες, έτσι και στην Ελλάδα το ελαιόλαδο είναι ένα παραδοσιακό προϊόν με εγγενή σχέση με τη διατροφή και τον πολιτισμό μας. Ο τρόπος όμως που αντιμετωπίζουμε ένα παραδοσιακό προϊόν είναι κυρίως χρηστικός: χρειαζόμαστε το λάδι για το μαγείρεμα και έχουμε το ελαιόλαδο ως δεδομένο. Το αγοράζουμε γιατί το χρειαζόμαστε λοιπόν και όχι για να μας προκαλέσει γαστρονομική ευχαρίστηση και ευδαιμονία.
Εξαιτίας αυτού, φαίνεται λογικό να το αγοράζουμε χύμα. Το ίδιο εξάλλου κάνει το 50% των Ισπανών και σχεδόν το 40% των Ιταλών. Σε μελέτες καταναλωτικών προτιμήσεων στην Ελλάδα, μάλιστα, οι ερωτώμενοι θεωρούν ότι το χύμα ελαιόλαδο είναι πιο αγνό και υψηλότερης ποιότητας από το τυποποιημένο. Αυτό φυσικά είναι ένας μύθος.
Εξ ορισμού, ένα χύμα προϊόν δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητά του. Μάλιστα το 2003 το Εργαστήριο Χημείας και Ανάλυσης Τροφίμων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μετά από ανάλυση δειγμάτων χύμα ελαιολάδου, βρήκε ότι μόλις το 30% ανήκε στην κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου, ενώ τα υπόλοιπα δείγματα ήταν ελαιόλαδα είτε υποβαθμισμένης κατηγορίας είτε ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Δείτε όλο το άρθρο εδώ